- προσυνέκειτο
- πρό-σύγκειμαιlie togetherimperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσύγκειμαι — Α 1. είμαι συμφωνημένος, κανονισμένος εκ τών προτέρων («ὅ προσυνέκειτο σημεῑον», Ιώσ.) 2. (η μτχ. ουδ. τού ενεστ. ως ουσ.) τὸ προσυγκείμενον η προσυμφωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σύγκειμαι «είμαι κανονισμένος, συμφωνημένος»] … Dictionary of Greek